
Plot
Ο Φατίχ Ακίν, o αγαπημένος του ελληνικού κοινού που κατατάσσεται στους πλέον ενδιαφέροντες και καταξιωμένους εν ενεργεία ευρωπαίους σκηνοθέτες, επιστρέφει με μια αναπάντεχη ταινία σπάνιας ομορφιάς και ευαισθησίας.
Παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Cannes Premieres του Φεστιβάλ Καννών.
Γερμανία, άνοιξη του 1945. Ενώ ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βαίνει προς το τέλος του, ο 12χρονος Νάνινγκ περνάει ήσυχα τις μέρες του με τη μητέρα του στο όμορφο, απομονωμένο νησί Άμρουμ, περιμένοντας την επιστροφή του πατέρα του από το μέτωπο.
Όταν η μητέρα του εκφράσει την επιθυμία της για ορισμένα τρόφιμα που όμως σπανίζουν λόγω της έλλειψης προμηθειών, ο μικρός Νάνινγκ θα βαλθεί να τα εντοπίσει για να της τα δωρίσει. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής «αποστολής» του, θα βοηθήσει έναν ψαρά να πιάσει μια φώκια, θα κυνηγήσει κουνέλια, θα κάνει νέες γνωριμίες, και θα περάσει χρόνο με την οικογένεια του στενού του φίλου - αλλά, πάνω από όλα, θα ανακαλύψει περισσότερα απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί για τους γύρω του, αλλά και την ίδια του την οικογένεια, σε μια περιπέτεια που θα του αλλάξει τη ζωή.
Ανάμεσα στις κάθε ειδών κινηματογραφικές ιστορίες που έχουν ειπωθεί για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σχετικά λίγες έχουν μιλήσει για την επόμενη μέρα της ήττας στη Γερμανία, που έφερε και την κατάρρευση μιας ιδεολογίας και ελπίδας που είχε κυριαρχήσει για δεκαετίες στον γερμανικό λαό.
Ο Φατίχ Ακίν, μαζί με τον βετεράνο Γερμανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Χαρκ Μπομ, ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο (και αρχικά επρόκειτο να αναλάβει και τη σκηνοθεσία), εμπνέονται από τις παιδικές αναμνήσεις του ίδιου του Μπομ για να πουν μια τέτοια ιστορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, το οποίο αλλάζει ριζικά χάρη σε ένα «ταξίδι» στον μικρόκοσμό του, ενώ ο ίδιος ο πλανήτης περνάει κοσμογονικές αλλαγές μετά την ήττα του Χίτλερ.
Είναι μια ταινία-έκπληξη από τον Ακίν, ο οποίος έγινε γνωστός το 2004 με την ταινία «Μαζί Ποτέ», που κέρδισε τη Χρυσό Άρκτο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Σκηνοθέτησε επίσης τις ταινίες «The Edge of Heaven» (2007), που κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στις Κάννες, «Soul Kitchen» (2009), που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της κριτικής επιτροπής στη Βενετία, και «In the Fade» (2016), που κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού για την Νταϊάν Κρούγκερ στο Φεστιβάλ Καννών και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ισορροπώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα στην αθωότητα του μικρού του πρωταγωνιστή και τη σκληρή πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ο Φατίχ Ακίν σκηνοθετεί μια ταινία σπάνιας ομορφιάς, τρυφερότητας και ευαισθησίας, αλλά και πολιτικής οξυδέρκειας, που δεν μοιάζει σε οτιδήποτε άλλο έχει παρουσιάσει στο παρελθόν.
Και παρόλο που την τοποθετεί σε ένα μακρινό μέρος πολλές δεκαετίες πριν, στην πραγματικότητα είναι μια ταινία που θέλει να μιλήσει και για όλα όσα γίνονται σήμερα, αλλά το, διαχρονικά αγαπημένο για το σινεμά, θέμα της ενηλικίωσης: το ότι, δηλαδή, το να μεγαλώνεις σημαίνει να ανακαλύπτεις ξανά και ξανά τον κόσμο γύρω σου, αλλά και όλα αυτά που πρέπει να αλλάξουν σε αυτόν.
Ο σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν μιλά για την ταινία
Ο Χαρκ Μπομ έγραψε ένα υπέροχο σενάριο, γεμάτο ποίηση, χάρη και σασπένς. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να γυρίσει ο ίδιος την ταινία, μου ζήτησε να αναλάβω εγώ τη σκηνοθεσία.
Στην αρχή, δίστασα: είμαι σκηνοθέτης που πρέπει πάντα να βρίσκει μια προσωπική σύνδεση με το υλικό, πάνω στο οποίο δουλεύει. Επίσης, το σενάριο έπρεπε να δουλευτεί κι άλλο, μιας και ήταν πολύ μεγάλο σε διάρκεια. Δεδομένου ότι ο Χαρκ γράφει τα πάντα με το χέρι, θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να το δουλέψει εκείνος, οπότε προσφέρθηκα να το κάνω εγώ κι εκείνος συμφώνησε. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, αγάπησα πολύ την ιστορία. Ήταν σαν να υιοθετούσα ένα παιδί: από ένα σημείο κι έπειτα, δεν το αμφισβητείς πια, απλώς το αγαπάς άνευ όρων.
Στην αρχή, είδα το όλο εγχείρημα ως μια πειραματική ταινία: πώς μπορώ να γυρίσω μια ταινία του Χαρκ Μπομ; Είδα πάλι τις ταινίες του, αναλύοντας τις γωνίες λήψης, τη σκηνοθεσία των ηθοποιών, το μοντάζ — και πάνω απ' όλα, την προσέγγισή του. Όσο, όμως, πλησίαζε η έναρξη των γυρισμάτων, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι αυτό ήταν παράλογο - έπρεπε να κάνω δική μου την ταινία, όχι να μιμηθώ κάποιον άλλον.
Έπειτα από τη συνειδητοποίηση αυτή, όλα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους. Οι ταινίες που μου ήρθαν στο μυαλό όταν ο Χαρκ μού είπε για πρώτη φορά την ιστορία ήταν τα «Κλέφτης Ποδηλάτων» και «Λούστρο Παπουτσιών» του Βιτόριο Ντε Σίκα. Οι σκηνές όπου ο Νάνινγκ ψάχνει για ξύλα τη νύχτα μού θύμισαν τη «Νύχτα του Κυνηγού» του Τσαρλς Λότον. Και ένιωθα ότι όλη η ταινία έπρεπε να αποπνέει το πνεύμα του «Stand by Me» του Ρομπ Ράινερ — έτσι, η κινηματογραφική μου ανατροφή καθόρισε τη σύνδεσή μου με το πρότζεκτ.
Όμως, η πιο σημαντική συνειδητοποίηση για μένα ήρθε λίγο πριν την ολοκλήρωση της ταινίας πριν λίγους μήνες: όταν φίλοι, οι οποίοι μέχρι τότε φαίνεται ότι ζούσαν σε μια ειδυλλιακή Γερμανία, άρχισαν να συζητάνε το ενδεχόμενο να φύγουν από τη χώρα. Αλλά όπως είπε και ο Γκέτε: «Η πατρίδα μας είναι εκεί όπου μορφωθήκαμε». Και εγώ δεν θέλω να την αφήσω στους Ναζί.
Το «Amrum» μιλάει για την εκδίωξή μας από τον παράδεισο. Η ταινία τελικά ήταν ένα είδος αποστολής για μένα: ένα ταξίδι στα βάθη της «γερμανικής ψυχής» μου. Ίσως αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα που μου έδωσε ο δάσκαλος Χαρκ Μπομ: ότι ο κινηματογράφος παραμένει ένα αιώνιο μυστήριο.
Director: Φατίχ Ακίν
Writers: Φατίχ Ακίν, Χαρκ Μπομ
Actors: Γιάσπερ Μπίλερμπεκ, Νταϊάν Κρούγκερ, Ματίας Σβαϊγκχέφερ, Λόρα Τόνκε, Λίσα Χαγκμάιστερ, Κίαν Κόπκε, Λαρς Γιένσεν