Plot
Μετά τη μεγάλη επιτυχία του πολυβραβευμένου «Μαζί ή Τίποτα», ο Φατίχ Ακίν εμπνέεται από την πραγματική ιστορία ενός διαβόητου Γερμανού κατά συρροή δολοφόνου και επιστρέφει με μια ακόμη συγκλονιστική ταινία που θα συζητηθεί.
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Αμβούργο, δεκαετία του ‘70. Με μια πρώτη ματιά, ο Φρις «Φίτε» Χόνκα είναι ένα αξιολύπητο, χαμένο κορμί όπως τόσοι άλλοι γύρω του. Ο ‘άνδρας με το παραμορφωμένο πρόσωπο’ περνάει τις νύχτες του μεθώντας στο καταγώγιο «Το Χρυσό Γάντι» και κυνηγώντας μοναχικές γυναίκες για λίγη συντροφιά. Κανείς από τους θαμώνες δεν μπορεί να υποψιαστεί ότι ο φαινομενικά άκακος Φίτε είναι στην πραγματικότητα ένα τέρας...
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που πριν χρόνια σόκαραν τη Γερμανία, το θρίλερ του Φατίχ Ακίν αφηγείται την ιστορία του Φρις Χόνκα, ενός άνδρα που δολοφόνησε και διαμέλισε πολλές γυναίκες, με φόντο το αγαπημένο του μπαρ, όπου οι μεθύστακες θαμώνες συγκινούνται με γλυκανάλατα τραγούδια και το ποτό μετατρέπεται σε αντανακλαστικό ενάντια στον πόνο, τη λαχτάρα και τον καημό. Αναβιώνοντας επάξια το πνεύμα του σπουδαίου, «σκοτεινού» αμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70, το οποίο μιλούσε θαρραλέα για κοινωνίες και ανθρώπους που νοσούν, ο Ακίν μένει μακριά από παγίδες ωραιοποίησης των σίριαλ κίλερ και κοιτάζει κατάματα την σκοτεινή καρδιά της ανθρωπότητας, μιλώντας για μια ολόκληρη χώρα που έθαψε βαθιά τις ενοχές και τα τραύματά της, χωρίς όμως να ξέρει ότι εκείνα θα επιστρέψουν για να την στοιχειώσουν.
Oσκηνοθέτης Φατίχ Ακίν μιλά για την ταινία
Ο Φριτς Χόνκα διέπραξε τον πρώτο του φόνο πριν καν γεννηθείτε. Έζησε, όμως, στην πόλη σας, περπάτησε στους δρόμους που περπατάτε. Έπαιξε αυτό ρόλο στην απόφασή σας να κάνετε την ταινία;
Αυτό σίγουρα έκανε την ταινία πιο προσωπική. Για μένα, ο Χόνκα δεν ήταν απλώς ένας κατά συρροή δολοφόνος όπως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ στη «Σιωπή των Αμνών». Ο Χόνκα ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος από την γειτονιά μου, πάνω στην οποία έχει αφήσει τα σημάδια του. Ήταν κάτι σαν τον μπαμπούλα της γειτονιάς για εμάς τα παιδιά.
Πάντα αναζητώ μια προσωπική σχέση με τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι. Όσο ουσιαστικότερη η σχέση, τόσο αυθεντικότερη η ταινία. Παρόλο που καταπιάνομαι με μια εποχή και έναν κόσμο που δεν είναι γνώριμα σε πολλούς θεατές, η ταινία δεν είναι ένα κοινωνικό δράμα - αυτή η φράση μού βγάζει μια αίσθηση διδακτισμού και προκατάληψης. Το βλέπω πιο φιλοσοφικά: το πώς είμαστε σήμερα καθορίζει το πώς θα είμαστε στο μέλλον, ενώ αντίστοιχα το παρόν είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος. Άρα, στα μάτια μου, παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι το ίδιο. Παρόλο που η ιστορία τοποθετείται στο κοντινό παρελθόν, θα μπορούσε να συμβαίνει σήμερα.
Πώς μπορεί κανείς να απεικονίσει τον Χόνκα, ο οποίος ήταν ψυχοπαθής, βαριά αλκοολικός και δολοφόνος, με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι θεατές να μην του γυρίσουν την πλάτη εξαρχής;
Σε μεγάλο βαθμό με καθοδήγησε ο Χάις Στρουνκ και το βιβλίο του. Θεωρώ τεράστιο λογοτεχνικό επίτευγμα το ότι κατάφερε να κατανοήσω έναν κατά συρροή δολοφόνο. Ίσως το βιβλίο αυτό έχει τις ρίζες του στον οίκτο: στην ταινία δεν απεικονίζεται το απο πού προήλθε αυτός ο άνθρωπος, το πώς έπεσε θύμα βιασμού και εξευτελισμών ως παιδί. Δεν ήθελα να αποζητήσω μια αιτία για τις κτηνωδίες του. Προσπάθησα, όμως, να συλλάβω τα ίχνη ανθρωπιάς, τα οποία αποδίδονται στον Χόνκα από το βιβλίο. Και φυσικά τα κατάφερα χάρη και στον υπέροχο [πρωταγωνιστή] Γιόνας Ντάσλερ.
Ο πρωταγωνιστής σας είναι ένας νεαρός ηθοποιός που πρέπει να φοράει βαρύ μακιγιάζ, να μιλάει με προφορά, να υποδυθεί έναν άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερό του.
Όποιος ηθοποιός αναλάμβανε τον ρόλο θα έπρεπε να υποστεί την ίδια εξωτερική μεταμόρφωση. Ο Χόνκα, με την σπασμένη του μύτη, τα χαλασμένα δόντια και το χαρακτηριστικό αλληθώρισμα, είχε μια πολύ ιδιαίτερη όψη. Από την στιγμή που υπήρχαν τα μέσα να αλλάξουμε την όψη του οποιουδήποτε, απελευθερώθηκα σε σχέση με το ποιους ηθοποιούς μπορούσα να επιλέξω. Ο Γιόνας πραγματικά μεταμορφώθηκε χάρη και σε αυτά τα τρικ που άλλαξαν την όψη του: μπορεί να μοιάζουν τεχνικά και επιφανειακά, αλλά τελικά συνδέονται με την ψυχή και, τελικά, την ερμηνεία.
Οι γυναίκες ηθοποιοί έχουν επίσης καταφέρει κάτι το ξεχωριστό: έπρεπε να εκτεθούν ψυχολογικά και σωματικά σε κάποιες σκηνές. Τι σήμαινε αυτό για εσάς ως προς την καθοδήγησή τους;
Ξεκινήσαμε με τις πρακτικές συζητήσεις για τις σκηνές αυτές. Συζητάς για το πώς θα επιτευχθεί πρακτικά αυτό που θέλεις, τα βήματα για να φτάσεις εκεί. Σκέφτεστε μαζί το πώς ο φόβος επηρεάζει το σώμα, το πώς αυτό γίνεται σαφές μέσα από τη δική τους ερμηνεία. Το να συζητάς τα εντελώς πρακτικά σε οδηγεί και στα ενδότερα: έλεγα στην ηθοποιό, παραδείγματος χάρη, «Η γυναίκα αυτή επιβίωσε από στρατόπεδο συγκέντρωσης - απλώς δε θέλει να πεθάνει, δεν το δέχεται. Μπορεί να ζει μια δυστυχισμένη, κατεστραμμένη ζωή - όμως αυτή είναι η μόνη που έχει». Και τότε έρχονταν η συγκίνηση και τα δάκρυα και το ψυχολογικό υπόβαθρο για την ερμηνεία. Κι εγώ επηρεαζόμουν πολύ. Θέλουμε να αποτυπώσουμε τη φρίκη των φόνων και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ρεαλιστικό τρόπο. Αν συμπεριλαμβάνεις τους ηθοποιούς στο όραμά σου, αν το εκτιμούν και το στηρίζουν και το πιστεύουν, τότε το βλέπουν σαν μια ευπρόσδεκτη πρόκληση. Και σε όλους αρέσει μια ενδιαφέρουσα πρόκληση.
Το βιβλίο πέρασε εβδομάδες στη λίστα με τα μπεστ-σέλερ. Νιώσατε να σας περιορίζουν οι προσδοκίες των αναγνωστών;
Όχι στα αλήθεια. Τελικά, είμαστε απλώς αναγνώστες μόνοι μας με το βιβλίο, κι αυτές είναι οι δικές μου σκέψεις για αυτά που διάβασα. Εξάλλου, το βιβλίο δεν έχει μια ξεκάθαρη δομή - αν και αυτό μου άρεσε. Η υποδοχή της ταινίας θα εξαρτηθεί από την απεικόνιση του Χόνκα. Αν αυτό λειτουργήσει, τότε η πλειοψηφία των θεατών θα πειστούν.
Και η βία των εγκλημάτων έπρεπε οπωσδήποτε να αποτυπωθεί. Πολλοί από τους χαρακτήρες της ταινίας έχουν σημαδευτεί από τις εμπειρίες τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φιγούρες αυτές μοιάζουν απομακρυσμένες από το οικονομικό θαύμα που απολαμβάνει η χώρα εκείνη την περίοδο. Ζουν στις σκιές αυτής της φωτεινής εποχής, που με τον τρόπο της ήταν επίσης απόρροια του Πολέμου. Υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού, χωρίς την οποία εγώ ο ίδιος δε θα ήμουν εδώ που είμαι. Όπου υπάρχουν νικητές, υπάρχουν και ηττημένοι και η ιστορία είναι για αυτούς τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ίσως ο πόλεμος τούς άφησε σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό, τι θέλει να παραδεχθεί η κοινωνία. Μας πήρε πολύ καιρό να το αναγνωρίσουμε. Αυτό είναι κάτι κοινό στους Γερμανούς και τους Τούρκους: δε θέλουμε να επεξεργαστούμε τα τραύματά μας, θέλουμε απλώς να τα ξεχάσουμε. Αλλά δεν πάει έτσι.
Ο κόσμος πάει σινεμά γιατί θέλουν να γελάσουν ή να κλάψουν - ή να φοβηθούν.
Η κινηματογραφική βιομηχανία συζητάει πολύ τα τελευταία χρόνια για την κρίση στο σινεμά εξαιτίας των πλατφόρμων streaming. Αλλά ένα είδος συνεχίζει με μεγάλη επιμονή: η ταινία τρόμου. Πάντα μου άρεσαν οι ταινίες τρόμου γιατί μου αρέσει να τρομάζω στις ταινίες. Ο Στίβεν Κινγκ είπε κάποτε ότι οι ιστορίες τρόμου είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς τον θάνατο και το εφήμερο. Αν το συζητούσαμε διαρκώς, θα τρελαινόμασταν - ίσως γι’ αυτό υπάρχει αυτή η μορφή κάθαρσης. Μια ταινία τρόμου προσφέρει στο κοινό της την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τους φόβους του. Ο τρόμος είναι μια φοβερά δυνατή αίσθηση: κάτι συμβαίνει στο σώμα σου όταν τον νιώθεις. Αλλά όταν το βιώνεις στο σινεμά, όπου δε διατρέχεις κίνδυνο αλλά είναι στην πραγματικότητα κάτι το εφήμερο, μπορεί να απελευθερώσει ορμόνες ευδιαθεσίας. Βιώνεις τον φόβο, αλλά φυσικά επιβιώνεις αυτού.
Director: Φατίχ Ακίν
Writers: Φατίχ Ακίν, βασισμένο στο βιβλίο «Der goldene Handschuh» του Χάιντ Στρουνκ
Actors: Γιόνας Ντάσλερ, Μαργκαρέτε Τίσελ, Χαρκ Μπομ