Plot
Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου ιταλικού σινεμά, ο Μάρκο Μπελόκιο, επιστρέφει με ένα πολιτικό δικαστικό δράμα-αποκάλυψη για τον αιματηρό αγώνα κατά της Μαφίας, βασισμένο στη συγκλονιστική πραγματική ιστορία του διασημότερου πληροφοριοδότη κατά της σικελικής Κόζα Νόστρα. Υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, καθώς και για τέσσερα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ήταν η επίσημη πρόταση της Ιταλίας για τα βραβεία Όσκαρ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, ο πόλεμος ανάμεσα στους επικεφαλής της σισιλιάνικης Μαφίας για το εμπόριο της ηρωίνης συνεχίζει να μαίνεται σκληρός. Ένα από τα παλαιότερα μέλη της Κόζα Νόστρα, ο Τομάζο Μπουσκέτα καταφεύγει στη Βραζιλία, όπου και βρίσκει καταφύγιο και παρακολουθεί το ξεκαθάρισμα λογαριασμών από μακριά. Όταν, όμως, μαθαίνει για τη δολοφονία των γιων του και του αδελφού του στο Παλέρμο, καταλαβαίνει πια ότι μπορεί να είναι ο επόμενος.
Μετά τη σύλληψή του και έκδοσή του στην Ιταλία από την βραζιλιάνικη αστυνομία, ο Μπουσκέτα παίρνει μια απόφαση που θα αλλάξει τα πάντα για την Μαφία: αποφασίζει να συναντηθεί με τον δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε και να προδώσει τον αιώνιο όρκο που έχει δώσει στην Κόζα Νόστρα, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για όλους τους εμπλεκομένους...
Έχοντας αφοσιώσει όλη την καριέρα του στην επανεξέταση της πολιτικής Ιστορίας της Ιταλίας και την ενδελεχή διερεύνηση της εύθραυστης ταυτότητάς της, ο Μάρκο Μπελόκιο καταπιάνεται με την αληθινή ιστορία του πληροφοριοδότη που σόκαρε την κοινή γνώμη με την απόφασή του να στραφεί ενάντια στην σικελική Μαφία - και τους επικίνδυνους πρώην συντρόφους του. Στο κέντρο της ιστορίας αυτής δε θα μπορούσε παρά να είναι η διαβόητη «Δίκη Μάξι», που άλλαξε για πάντα τον αγώνα κατά της μαφιόζικης δραστηριότητας στην Ιταλία, τραντάζοντας συθέμελα το πολιτικοκοινωνικό σύστημα της χώρας.
Ο Μάρκο Μπελόκιο μιλά για την ταινία
«Ο Προδότης» είναι περισσότερο η ιστορία του Τομάζο Μπουσκέτα, παρά της Κόζα Νόστρα. Ο Τομάζο Μπουσκέτα είναι ασταθής, μονίμως εν κινήσει, και στη ζωή του και στις προσωπικές του σχέσεις. Δεν είναι ένας άνδρας συνηθισμένος: είναι έξυπνος, γοητευτικός, αποτελεσματικός και δυναμικός. Ένας μαφιόζος πιστός στη Κόζα Νόστρα, αλλά και στις δικές του προσωπικές αρχές, που δε φοβάται να τα βάλει με την εξουσία.
Από τα τέλη του ‘70 ως τις αρχές του ‘80, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη διαρκώς αναπτυσσόμενη δύναμη των Κορλεονέζι, με επικεφαλής τον ασυμβίβαστο Τοτό Ριίνα. Αυτή η νέα μικρή ομάδα δεν δείχνει έλεος και πρεσβεύει τις νέες βασικές αρχές της Κόζα Νόστρα: σκοτώνουν γυναίκες και παιδιά, και εξοντώνουν ό,τι σταθεί εμπόδιο στον δρόμο τους. Αυτή η ομάδα δεν έχει θέση για τον Τομάζο Μπουσκέτα. Όταν το 1982 μετακομίζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο με την πολυαγαπημένη του γυναίκα και τα παιδιά του, θέλει να βάλει ένα τέλος στη ζωή του στη Μαφία. Αλλά κανείς δεν μπορεί απλώς να φύγει από τη Μαφία - και η οργάνωση τον βάζει στο στόχαστρο. Η βραζιλιάνικη αστυνομία, όμως, τον εντοπίζει πρώτη και τον εκδίδει στην Ιταλία.
Ο Μπουσκέτα, τότε, προτείνει μια συμφωνία στο ιταλικό δικαστικό σώμα: θα συνεργαστεί μαζί τους με στόχο την αποδόμηση της Μαφίας σε αντάλλαγμα με τη δική του προστασία και επιβίωση. Σύντομα θα συναντήσει τον επιβλητικό, άτεγκτο και επίμονο Δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε, και μαζί τους θα βυθιστούμε στα βάθη της σικελικής οργάνωσης: φόνοι, ανταλλαγές πυροβολισμών και συνεχείς συγκρούσεις.
Όλα αυτά στο φόντο της μαρτυρίας του Μπουσκέτα, ο οποίος καταλήγει να είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Κόζα Νόστρα: κανείς δεν ξέρει γιατί συνεργάζεται. Το κίνητρό του μοιάζει να είναι η εκδίκηση και η επιθυμία του να ξηλώσει μια Μαφία που πια δεν ευθυγραμμίζεται με τις δικές του αξίες. Ο Μπουσκέτα είναι προδότης που λιποτακτεί προς τον εχθρό, αλλά ο ίδιος δεν το βλέπει έτσι. Στην πορεία της μαρτυρίας του, επισημαίνει το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στη δική “του” Μαφία και εκείνη των Κορλεονέζι. Στοχεύει να δικαιώσει την πραγματική Κόζα Νόστρα με τον δικό του τρόπο. Μετατρέπει τον Τοτό Ριίνα στον πραγματικό προδότη της ιστορίας.
Η προδοσία είναι μια θεματική που η ταινία εξερευνά ακούραστα, ακριβώς επειδή μας κάνει να αναρωτηθούμε σχετικά με την αλλαγή. Μπορεί ένας άνδρας να αλλάξει πραγματικά και σε βάθος κατά τη διάρκεια της ζωής του ή απλώς προσποιείται; Είναι η αλλαγή ένας τρόπος θεραπείας, εξιλέωσης; Πήρε την απόφαση αυτή ο Μπουσκέτα, ο οποίος αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό του πληροφοριοδότη όλη του τη ζωή, με στόχο την εξιλέωση αυτή, για να γίνει ένας άλλος άνδρας; Ή μήπως απλώς ήθελε να πετύχει τη δική του δικαιοσύνη;
Οι χαρακτήρες
Ο Τομάζο Μπουσκέτα, γνωστός και ως Ντον Μαζίνο, είναι μία συναρπαστική προσωπικότητα που άφησε το δικό της στίγμα στην ιστορία του αγώνα κατά της Μαφίας. Γεννημένος στο Παλέρμο το 1921, το μικρότερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας με 17 παιδιά, παντρεύτηκε νωρίς και είχε δύο γιους ήδη από τα 16 του χρόνια. Μπήκε στην παρανομία το 1945 και σύντομα απέδειξε τις σημαντικές ικανότητές του, σκαρφαλώνοντας γρήγορα στην ιεραρχία της Κόζα Νόστρα. Το 1963, κυνηγημένος από το ιταλικό δικαστικό σώμα, κατέφυγε στις ΗΠΑ κι έπειτα στη Βραζιλία, κερδίζοντας το παρατσούκλι «το αφεντικό δύο κόσμων».
Όμως, η αυτοκρατορία του Μπουσκέτα σύντομα θα κατέρρεε. Συνελήφθη από την βραζιλιάνικη αστυνομία, έπειτα φυλακίστηκε και βασανίστηκε στην Ιταλία. Το 1980, κατάφερε να αποδράσει από την φυλακή και επέστρεψε στην Βραζιλία για να γλιτώσει από τον μαφιόζικο πόλεμο. Αφότου παντρεύτηκε την τρίτη του γυναίκα, την Κριστίνα, μια νεαρή βραζιλιάνα με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ο Μπουσκέτα συνελήφθη και πάλι από την βραζιλιάνικη αστυνομία. Βαθιά επηρεασμένος από τις εκτελέσεις κοντινών του προσώπων και ιδιαίτερα από τις σκληρές δολοφονίες των μεγαλύτερών του γιων, θα προσπαθήσει να αυτοκτονήσει. Όμως, η ζωή του σώθηκε την τελευταία στιγμή και ήρθε αντιμέτωπος με την έκδοσή του στην Ιταλία.
Τότε πήρε μια απόφαση που άλλαξε για πάντα τη ζωή του αλλά και τη Μαφία: συνάντησε τον Δικαστή Φαλκόνε για να του προτείνει συνεργασία. Οι πληροφορίες που ο Μπουσκέτα παραχώρησε στους Ιταλούς δικαστές ήταν οι σημαντικότερες στην ιστορία - για πρώτη φορά, η αποδυνάμωση της Κόζα Νόστρα ήταν εφικτή. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 475 άτομα και η «Δίκη Μάξι» έλαβε χώρα στο Παλέρμο. Ο Μπουσκέτα ήταν κύριος μάρτυρας και ανέβηκε στο εδώλιο με ρίσκο της ζωής του, κάνοντας την Κόζα Νόστρα εχθρό του λέγοντας: «Στο παρελθόν, η Κόζα Νόστρα δεν είχε καμία σχέση με την αρρωστημένη οντότητα που είναι σήμερα. Αποφάσισα να συνεργαστώ με το Κράτος για να αποτρέψω άλλους από το να πιστέψουν στην υποτιθέμενη αξιοπρέπεια και τιμή της Κόζα Νόστρα. Οι αξίες αυτές έχουν ταφεί κάτω από ένα βουνό αθώων θυμάτων».
Η δίκη έληξε με 360 καταδίκες. Το 1992, ο Δικαστής Φαλκόνε δολοφονήθηκε. Ο Μπουσκέτα στη συνέχεια καταδίκασε τη σύνδεση ανάμεσα στη Μαφία και τους Ιταλούς πολιτικούς. Οι αποκαλύψεις του ενοχοποίησαν δυνατούς άνδρες, όπως ο πρώην πρωθυπουργός, Τζούλιο Αντρεότι.
Για να διασφαλίσει την ανωνυμία του, έκανε πλαστική επέμβαση και μετακόμισε αρχικά στη Βραζιλία κι έπειτα στις ΗΠΑ, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων. Η μεγαλύτερη νίκη του Μπουσκέτα, όμως, ήταν το τέλος του: μετά από μια ζωή γεμάτη φόνους και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, μπόρεσε να ζήσει τις τελευταίες του μέρες ειρηνικά, πεθαίνοντας τελικά από καρκίνο το 2000..
Η Μαρία Κριστίνα ντε Αλμέιντα Γκιμαράες ήταν η τρίτη και τελευταία σύζυγος του Μπουσκέτα, καθώς και η μητέρα των μικρότερών του παιδιών. Ήταν Βραζιλιάνα και αρκετά μικρότερή του. Παθιασμένη, δυνατή και πάντα παρούσα, ήταν πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες γυναίκες μαφιόζων, που ζούσαν στην σκιά των συζύγων τους. Η Κριστίνα ήταν ενεργή, έξυπνη και αυτόνομη - ήταν ο θεμέλιος λίθος στη ζωή του Μπουσκέτα και έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απόφασή του να προδώσει τη Μαφία.
Ο Σαλβατόρε Ρίινα (γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1930 στο Κορλεόνε και πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 2017 στην Πάρμα), γνωστός και ως Τοτό Ριίνα, είχε το παρατσούκλι «Τοτό ο Κοφτός» στα σισιλιάνικα λόγω του μικρού του ύψους (158 εκατοστά) και «Το Τέρας» λόγω της αγριότητάς του. Ο Τοτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέλη της σικελικής Μαφίας. Κατά τη διάρκεια της εγκληματικής του καριέρας, δολοφόνησε περίπου 40 ανθρώπους και διέταξε τον φόνο περίπου 110 ακόμη ανθρώπων.
Τη δεκαετία του ‘80 και στις αρχές του ‘90, ο Ριίνα και η μαφιόζικη οικογένειά του, οι Κορλεονέζι, ηγήθηκαν ενός αμείλικτου πολέμου ενάντια στους ανταγωνιστές τους και το ιταλικό κράτος, με τους δικαστές Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο, οι οποίοι έδρασαν κατά της Μαφίας, να δολοφονούνται με δύο μήνες διαφορά το 1992. Η τρομοκρατία της Μαφίας εξαπλώθηκε στον πληθυσμό και ανάγκασε τις αρχές να καθιερώσουν αυστηρά μέτρα, τα οποία οδήγησαν στη σύλληψη και φυλάκιση του Ριίνα και αρκετών συνεργατών του το 1993. Καταδικασμένος σε ισόβια, πέθανε από καρκίνο το 2017 αφότου φήμες για πιθανή αποφυλάκισή του για λόγους υγείας προκάλεσαν κοινωνική κατακραυγή.
Ο Σαλβατόρε Κοντόρνο, γνωστός και ως Τοτούτσιο Κοντόρνο, ήταν ένας στρατιώτης της Μαφίας υπό τις διαταγές του Στέφανο Μποντάντε. Αργότερα έγινε μάρτυρας στη Δίκη Μάξι. Ο Κοντόρνο μπήκε στη Κόζα Νόστρα το 1975. Ήταν ένας από τους αγαπημένους εκτελεστές του Μποντάντε, ενώ σχετίστηκε και με τον Τομάζο Μπουσκέτα. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Μαφίας, οι Κορλεονέζι ήθελαν να εξοντώσουν τον Κοντόρνο, αλλά εκείνος μπόρεσε να αποδράσει και να προστατεύσει την οικογένειά του. Αποφάσισε να συνεργαστεί με τις αρχές, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπουσκέτα.
Ο Πίπο Κάλο, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Τζιουζέπε Κάλο, γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1931 στο Παλέρμο της Ιταλίας. Ήταν ισχυρότατο μέλος της Κόζα Νόστρα, με το παρατσούκλι “ο Ταμίας της Μαφίας” λόγω της συμμετοχής του σε αρκετές υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Αν και πολύ κοντινός φίλος του Τομάζο Μπουσκέτα, επέλεξε να στηρίξει τον βασικό του αντίπαλο, Τοτό Ριίνα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Μετά από αρκετά χρόνια ως φυγάς, συνελήφθη στις 30 Μαρτίου του 1985 και δικάστηκε στη Δίκη Μάξι για ξέπλυμα χρήματος, συνεργασία με τη Μαφία, φόνο και απάτη. Καταδικάστηκε σε δις ισόβια. Παρέμεινε ενεργό μέλος της Κόζα Νόστρα ακόμη και φυλακισμένος, ζώντας πολυτελώς και έχοντας συγκρατούμενούς του ως υπηρέτες. Ανάμεσα στα εγκλήματά του περιλαμβάνεται η τοποθέτηση βόμβας στο τρένο Νάπολη-Μιλάνου το 1984, που σκότωσε 15 άτομα και τραυμάτισε 116.
Ο Τζιοβάνι Σαλβατόρε Αουγκούστο Φαλκόνε, που γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1939 στο Παλέρμο και δολοφονήθηκε στις 23 Μαΐου του 1992 στο Καπάτσι, ήταν Ιταλός δικαστής που αφοσιώθηκε στον αγώνα κατά της Μαφίας. Η εντολή για την εκτέλεσή του δόθηκε από τον Τοτό Ριίνα, επικεφαλής των Κορλεονέζι.
Ο Φαλκόνε έγινε γνωστός το 1984 όταν πήρε κατάθεση από ένα από τους πιο σημαντικούς πληροφοριοδότες της Κόζα Νόστρα, τον Τομάζο Μπουσκέτα. Βάσει της κατάθεσης αυτής, ο Φαλκόνε ξεκίνησε τη Δίκη Μάξι στο Παλέρμο το 1986 σε συνεργασία με τον φίλο του, Πάολο Μπορσελίνο, ο οποίος θα δολοφονηθεί δύο μήνες μετά τον Φαλκόνε. Το ποινικό δικαστήριο του Παλέρμο δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει τους 475 κατηγορούμενους της δίκης, οπότε χρειάστηκε να δημιουργηθεί ένας χώρος δικαστηρίου γνωστό και ως “Οχυρό”. Ο Τζιοβάνι Φαλκόνε έγινε ήρωας και ίνδαλμα σε όλη την Ιταλία - έγινε όμως και ο νούμερο ένα εχθρός και στόχος της Κόζα Νόστρα. Η αστυνομική προστασία δεν ήταν αρκετή για να τον προστατεύσει: στις 23 Μαΐου του 1992, δολοφονήθηκε από την Κόζα Νόστρα στη γνωστή και ως «Σφαγή του Καπάτσι».
Director: Mάρκο Μπελόκιο
Writers: Mάρκο Μπελόκιο, Λουντοβίκα Ραμπόλντι, Βάλια Σαντέλα, Φραντσέσκο Πίκολο
Actors: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Μαρία Φερνάντα Καντίντο, Φαμπρίτσιο Φερακάνε, Λουίτζι Λο Κάσιο, Φάουστο Ρούσο Αλέζι, Νίκολα Κάλι