Plot
Μια απίστευτα αληθινή ιστορία συναντά τη δημιουργική φαντασία του βραβευμένου με Χρυσή Άρκτο και Χρυσή Σφαίρα σκηνοθέτη των «Μαζί, Ποτέ», «Η Άκρη του Ουρανού» και «Μαζί ή Τίποτα» Φατίχ Ακίν.
Συρία, 2010. Ο Τζιγουάρ Χατζάμπι, μετέπειτα διάσημος και ως ράπερ Ξατάρ, υπόκειται σε βασανιστήρια για να αποκαλύψει την τοποθεσία ενός αποθέματος κλεμμένου χρυσού μετά από μια μεγάλη ληστεία. Η παραμονή του στο συνωστισμένο κελί θα τον κάνει να ανατρέξει στη ζωή του, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία όταν η οικογένειά του χρειάστηκε να διαφύγει από το Ιράν και να καταλήξει τελικά στη Γερμανία.
Ήταν τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και η οικογένεια προσγειώνεται στο περιθώριο και την ανέχεια, όπως συμβαίνει συχνά με τις προσφυγικές ζωές. Βρίσκουν μπροστά τους ευκαιρίες, αλλά και ακόμη περισσότερα εμπόδια. Σύντομα, ο Τζιγουάρ εξελίσσεται από μικροκακοποιό σε μεγαλο-ντίλερ. Για να ρυθμίσει τα συσσωρευμένα χρέη του με ένα καρτέλ, ο Τζιγουάρ καταστρώνει ένα σχέδιο για μια θρυλική ληστεία χρυσού, που όμως δεν κυλάει ομαλά…
Ο Τουρκο-Γερμανός Φατίχ Ακίν, αγαπημένος του ελληνικού κοινού, ο οποίος μετράει μια Χρυσή Άρκτο (για την ταινία «Μαζί, Ποτέ»), βραβεία Καλύτερου Σεναρίου (για την ταινία «Η Άκρη του Ουρανού») και Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης ταινίας (για το «Μαζί ή Τίποτα») στη σημαντική του καριέρα μέχρι στιγμής, επιστρέφει με μια ταινία εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει.
Βάση της η απίστευτη -και χορταστική από περιπέτειες και ανατροπές- ζωή του πρόσφυγα, έπειτα γκάνγκστερ και εν τέλει ράπερ Ξατάρ, ο οποίος μεγάλωσε στο γκέτο της Βόννης και στράφηκε στο έγκλημα από μικρή ηλικία. Έγινε, τελικά, διάσημος για τη συμμετοχή του σε μια αποστολή χρυσού μετά από την οποία κηρύχτηκε καταζητούμενος διεθνώς. Έπειτα από την έκδοσή του στη Γερμανία και την έκτιση της ποινής του, ο Ξατάρ επανεφηύρε το όνομά του, αυτή τη φορά ως πετυχημένος μουσικός και ράπερ, κυκλοφορώντας μάλιστα και την αυτοβιογραφία του - υλικό στο οποίο βασίστηκε ο Ακίν για την ταινία, και υλικό που αποδεικνύει ότι η ζωή είναι μερικές φορές πιο περίεργη από τη φαντασία…
O σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν μιλά για την ταινία
Πώς μπήκε στον δρόμο σας το συγκεκριμένο πρότζεκτ;
Έχουμε πολλούς κοινούς φίλους και γνωστούς με τον Ξατάρ, οπότε γνωρίζαμε ο ένας για τον άλλον από πολύ καιρό. Ήταν θέμα χρόνου μέχρι να συναντηθούμε. Όταν συνέβη, ήθελα να μάθω περισσότερα για εκείνον, οπότε πήρα την αυτοβιογραφία του. Στο βιβλίο αυτό είδα για πρώτη φορά την προοπτική για μια πολύ δυνατή ταινία.
Τι κέντρισε το ενδιαφέρον σας;
Η ιστορία του συνδυάζει πολλά κινηματογραφικά είδη: ταινία πολέμου, ιστορία ενηλικίωσης, ταινία με γκάνγκστερ, μιούζικαλ… Μου αρέσει πολύ όταν μια ταινία δε μπορεί να μπει σε μόνο μια κατηγορία - μου αρέσει αυτή η πρόκληση.
Το βιβλίο ήταν μπεστ σέλερ. Ήταν ήδη γραμμένο σαν έτοιμο για ταινία;
Το βιβλίο έχει πολλά στοιχεία τα οποία γνωρίζω από άλλες ταινίες ή σειρές, στοιχεία που θα περίμενε κανείς από μια τέτοια ζωή. Όμως, αυτά που με ενδιέφεραν περισσότερο δεν υπήρχαν παρά μόνο ως υπαινιγμοί. Οπότε κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν το 2020, κάναμε ορισμένες συνεντεύξεις μεγάλης διάρκειας μέσω Skype. Είχα, έτσι, την ευκαιρία να του κάνω όλες τις ερωτήσεις που είχαν μαζευτεί, όσο διάβαζα τη βιογραφία του. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν ένα εντελώς καινούργιο βιβλίο. Κάτι σαν παραρτήματα. Και αυτά ήταν η βασική μου πηγή για το σενάριο.
Ποια ήταν η αφηγηματική προσέγγιση;
Η ιστορία πρέπει να λειτουργεί και για τους θεατές που δε γνωρίζουν τίποτα για τον Ξατάρ ή δε νοιάζονται καθόλου για τη γερμανική χιπ-χοπ. Η ταινία πρέπει να στέκεται ανεξάρτητη, χωρίς πρότερη γνώση της ιστορίας στην οποία βασίζεται. Ταυτόχρονα, έπρεπε να είμαι προσεκτικός: δεν ήθελα να αποξενώσω τους φαν του Ξατάρ. Αυτή ήταν η καρδιά, η πρόκληση της αφηγηματικής προσέγγισης.
Πώς ήταν το να δουλεύετε με τον Τζιγουάρ Χατζάμπι στο σετ;
Ήταν πολύ βοηθητικό για μένα. Παρόλο που κατάγομαι από υποβαθμισμένη περιοχή, δε γνωρίζω τίποτα για τη σλανγκ της Βόννης, το ντιλάρισμα της κοκαΐνης, τις πόρτες στα κλαμπ, τους Κούρδους, τη γερμανική ραπ. Απολύτως τίποτα! Γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο να έχω τον Τζι στο σετ. Με βοήθησε να δημιουργήσω μια απίστευτη αίσθηση αυθεντικότητας. Το κοινό μπαίνει στον κόσμο αυτό, γιατί μπόρεσα να μπω κι εγώ - και μάλιστα βαθιά! Παρόλο που ο Τζι τρέλαινε συχνά το συνεργείο και είχε συνέχεια ενστάσεις για τις ιδέες μας. Έχω κάνει ντοκιμαντέρ κι έτσι είμαι αρκετά ευέλικτος σχετικά με νέες ιδέες. Βέβαια, ένα τόσο μεγάλο συνεργείο, όσο αυτό που είχαμε για την ταινία αυτή, έχει περιορισμούς. Όμως, αποδείχθηκαν πολύ ευέλικτοι, ήταν όλοι άριστοι επαγγελματίες. Ανταποκρίθηκαν σε ό,τι τους ζητήθηκε.
Δε μοιάζει πάντα να είναι άνθρωπος με τιμή…
Ήθελα να πω σωστά την ιστορία. Όσο πιο πειστική είναι, τόσο περισσότερο θα φανεί πειστικός και ο χαρακτήρας. Ο Τζι ήταν όντως εγκληματίας. Αυτό σημαίνει ότι άφησε πίσω την ηθική του ξανά και ξανά για το δικό του συμφέρον. Προκάλεσε πόνο σε πολύ κόσμο. Σήμερα, όμως, είναι ένας άνθρωπος που αναστοχάζεται τη ζωή και τις πράξεις του. Ένας άνθρωπος που βγάζει τα προς το ζην πια από τον αναστοχασμό αυτό. Κι έτσι ταιριάζουμε: κάνω ταινίες για μη ηθικούς ανθρώπους γιατί δεν είναι βαρετοί χαρακτήρες. Δουλεύω, εξάλλου, στη βιομηχανία ψυχαγωγίας.
Πώς πετυχαίνετε την αυθεντικότητα αυτή χωρίς να απεικονίζετε τα γεγονότα της ζωής του Τζιγουάρ ακριβώς όπως έγιναν;
Δεν είμαι εντελώς σίγουρος. Δεν έχω τη συνταγή ακριβώς. Πολλές από τις σκηνοθετικές μου αποφάσεις είναι ενστικτώδεις. Και δεν είχαμε πολύ χρόνο να σκεφτούμε πολλά πριν πάρουμε αποφάσεις για το γύρισμα. Δεν είχαμε χρόνο για τίποτα: το σενάριο, την προετοιμασία, το ίδιο το γύρισμα. Μόνο στο μοντάζ πήραμε τον χρόνο που χρειάζεται μια τέτοια ταινία. Είμαι καλός ακροατής και παρατηρητής. Και σέβομαι τους ανθρώπους, τις ιστορίες των οποίων αφηγούμαι. Αυτά είναι αρκετά καλά εργαλεία: σεβασμός, και ανοιχτά αυτιά και μάτια.
Τι ρόλο παίζει η μουσική στην ταινία;
Όπως λέει και ο ράπερ Τζαν Ντελάι, η μουσική είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει. Και έχει τόσο δίκιο! Είμαι αιώνια ευγνώμων που μπόρεσα να κάνω την ταινία - χάρη στη μουσική. Δεν είχα καταφέρει να περάσω τόσο χρόνο με τη μουσική εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν μια βασική κινητήριος δύναμη.
Ο Εμίλιο δεν έχει πολλή εμπειρία με τόσο περίπλοκους ρόλους. Πώς το χειρίστηκε;
Ο Εμίλιο ξεκίνησε από παιδί ως ηθοποιός, οπότε στην πραγματικότητα έχει εμπειρία από όλων των ειδών τους ρόλους. Είναι στον χώρο όλη του τη ζωή και περίμενε χρόνια για μια τέτοια ευκαιρία. Αγαπά την υποκριτική με όλο του το είναι, δε φοβάται τίποτα. Και όταν ο φόβος εμφανίζεται, δεν τον παραλύει: αντίθετα, τον κάνει πιο παρόντα.
Ο Εμίλιο έχει μέθοδο. Προετοιμάζεται για μήνες, προσπαθεί να μπει στον ρόλο με το σώμα, τη φωνή, την ψυχή του. Ο Εμίλιο είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους κάνω αυτήν τη δουλειά. Αυτή η ταινία χρειάζεται γκλάμουρ. Είτε το έχεις είτε όχι, δε μπορείς να το μάθεις. Και ο Εμίλιο το έχει. Η ταινία είναι η δική μου ερμηνεία του Τζιγουάρ. Και ο Εμίλιο είναι τέλειος για αυτό, γιατί είναι πολύ πιο συναρπαστικό να τον βλέπεις στον ρόλο. Είναι αδύνατον να μιμηθεί κανείς τον Τζιγουάρ, έτσι κι αλλιώς.
Ξανά και ξανά, οι ταινίες σας έχουν μιλήσει για πρόσφυγες, για αναγκαστικούς εκτοπισμούς, για την αναζήτηση για θέση στην κοινωνία.
Αυτό είναι σύμπτωση. Κινηματογραφικά, είναι πιο ενδιαφέρον να αλλάζει κανείς τόπο γυρίσματος πού και πού.
Πώς ταιριάζει με την ταινία ο Βάγκνερ και το «Χρυσάφι του Ρήνου»;
Η ταινία έχει να κάνει με σύγχρονη γερμανική μυθολογία, αφού η εντυπωσιακή ληστεία χρυσού του Τζιγουάρ είναι μέρος πια της συλλογικής συνείδησης στη Γερμανία. Οι ήρωες της σύγχρονης αυτής μυθολογίας δεν έχουν πια ονόματα όπως Ζίγκφριντ και Κρίμχιλντ και τέτοια αντίστοιχα: τώρα πια τους λένε Ξατάρ και Σιρίν και Ασαμόα και Οζλέμ…
Director: Φατίχ Ακίν
Writers: Φατίχ Ακίν
Actors: Εμίλιο Σακράγια, Κάρντο Ραζάζι, Μόνα Πιρζάντ, Αρμάν Κασάνι, Χουσεγίν Τοπ, Σογκόλ Φαγκάνι