Plot
Η τελευταία βάρδια ενός τίμιου αστυνομικού πριν τη συνταξιοδότησή του θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια πλευρά της πόλης, αλλά και του ίδιου του εαυτού, που δε μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα γνωρίσει. Ένα γεμάτο σασπένς και ανατροπές αστυνομικό θρίλερ του Αντρέα Ντι Στέφανο.
Παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (Gala Screening).
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Tribeca και διανομή στην Αμερική από την Universal.
Ο Φράνκο Αμόρε ετοιμάζεται για τον λόγο που θα βγάλει με αφορμή τη συνταξιοδότησή του: απόψε είναι η τελευταία νυχτερινή του βάρδια μετά από 35 χρόνια διακεκριμένης υπηρεσίας στην Αστυνομία. Στη μακρόχρονη καριέρα του, όπως γράφει και στον λόγο του, έκανε ό,τι μπορούσε για να φέρεται με τιμιότητα και ψυχραιμία – δεν έχει, μάλιστα, πυροβολήσει ποτέ.
Αυτό που δε γνωρίζει είναι ότι αυτή θα είναι η μεγαλύτερη και πιο δύσκολη νύχτα της ζωής του, καθώς θα κληθεί να ερευνήσει μια υπόθεση που θα βάλει όλα όσα έχουν σημασία γι' αυτόν σε κίνδυνο: τον ρόλο του ως ευσυνείδητου υπαλλήλου του κράτους, την άνευ όρων αγάπη του για τη σύζυγό του, Βιβιάνα, τη φιλία του με τον συνεργάτη του, Ντίνο, και την ίδια του τη ζωή. Απόψε στο Μιλάνο, τα πράγματα θα ξεφύγουν εντελώς και ολόκληρος ο κόσμος του θα ανατραπεί - ενώ το φως της αυγής απομακρύνεται διαρκώς…
Αναμιγνύοντας αριστοτεχνικά το αστυνομικό θρίλερ με το φιλμ νουάρ, και αναβιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις θρυλικές αστυνομικές ταινίες των δεκαετιών ‘60 και ‘70 που τόσο αγαπά και τιμά ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Ντι Στέφανο πραγματοποιεί το ιταλόφωνο ντεμπούτο του μετά τα «Χαμένος Παράδεισος» με τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο και Τζόελ Χάτσερσον, και «2 Δευτερόλεπτα» με τον Τζόελ Κίναμαν και Ρόζαμπουντ Πάικ, με μια άψογα στιλιζαρισμένη ταινία γεμάτη σασπένς αλλά και συγκίνηση.
Πανάξιος σύμμαχός του σε αυτήν την προσπάθεια ο πρωταγωνιστής του, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, ο οποίος σκιαγραφεί ιδανικά τον πολύπλοκο χαρακτήρα του Φράνκο Αμόρε όπως αυτός βυθίζεται ολοένα περισσότερο, αντιμέτωπος με διλήμματα και επιλογές για τα οποία δε θα μπορούσε ποτέ να έχει προετοιμαστεί σε ένα Μιλάνο που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στη νομιμότητα και το έγκλημα - και αυτή η ισορροπία, τελικά, είναι η ίδια η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Ο σκηνοθέτης Αντρέα Ντι Στέφανο μιλά για την ταινία
Η «Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε» είναι η κατάβαση στην κόλαση ενός τίμιου ανθρώπου, ενός αφοσιωμένου συζύγου, ενός αξιόπιστου φίλου και ενός αστυνομικού, τον οποίο οι συνάδελφοί του θαυμάζουν για την ακεραιότητα και την αφοσίωσή του. Πάντα θεωρούσα αυτή την ταινία ως κάτι που έρχεται από το παρελθόν, από την άποψη τόσο του γυρίσματος όσο και της αφήγησης, και ο απώτερος στόχος μου ήταν να αφηγηθώ αυτή την ιστορία ως μια θρησκευτική παραβολή, ως προειδοποίηση για όσους προδίδουν τη φύση τους για να κυνηγήσουν την αυταπάτη μιας καλύτερης ζωής. Οι ηθικές παρακάμψεις δεν είναι για όλους: κάποιοι άνθρωποι μπορούν να τη γλιτώσουν, αλλά όχι ο Φράνκο Αμόρε.
Για να το θέσω πιο απλά, ο Φράνκο Αμόρε δεν είναι φτιαγμένος για τέτοια περιπετειώδη τεχνάσματα. Αισθάνθηκα ότι μπορούσα να κατανοήσω από την αρχή τη συναισθηματική δυναμική του Φράνκο. Όταν άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις από αστυνομικούς, κατάλαβα ακριβώς ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής μου. Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής αυτής διαδικασίας, συνάντησα με σάρκα και οστά αυτούς τους ανθρώπους που αργότερα θα γίνονταν η Βιβιάνα, ο Κόσιμο, ο Μπάο Ζανγκ, ο Τίτο, ο Ντίνο και οι άλλοι. Διασκέδασα πολύ βλέποντας την πραγματική εκδοχή των χαρακτήρων μου. Εμπνεύστηκα από την αγάπη μου για το στιλ του Κουροσάβα και το ενδιαφέρον μου για τις τεχνικές σασπένς του Χίτσκοκ, προσπαθώντας να κάνω μια ρεαλιστική αστυνομική ταινία που διαδραματίζεται στη σύγχρονη Ιταλία.
Το πρόσωπο του Φράνκο Αμόρε ήταν πάντα αυτό του Πιερφραντσέσκο Φαβίνο. Και τότε, κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών των γυρισμάτων, όλα άλλαξαν και η ταινία έγινε δική μου. Βλέποντας τη βαθιά ανθρωπιά στο βλέμμα του Πιερφραντσέσκο όταν χαμογελούσε στη Βιβιάνα, συνειδητοποίησα τελικά ότι έκανα μια ταινία για τον πατέρα μου. Αυτοί οι αξιωματικοί και οι ιστορίες τους για το πώς δεν αισθάνονται ότι εκτιμώνται πλήρως για τις θυσίες τους, για το ότι συνταξιοδοτούνται ηττημένοι, για το πώς η γραφειοκρατία συχνά επιβραβεύει την πονηριά, μου φάνηκαν οικείες, σαν ένα déjà vu, από τότε που άκουγα τα οδυνηρά παράπονα του πατέρα μου.
Αυτή η ταινία είναι αφιερωμένη σε εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι καλοί.
Όπως ο Φράνκο Αμόρε.
Όπως ο πατέρας μου.
Ο πρωταγωνιστής Πιερφραντσέσκο Φαβίνο
μιλά για την ταινία
Γιατί αποφασίσατε να συμμετάσχετε σε αυτή την ταινία;
Γνωρίζω τον Αντρέα Ντι Στέφανο εδώ και πολύ καιρό, από τότε που συνεργαστήκαμε σε μια ταινία του Μάρκο Μπελόκιο. Έκτοτε, παρακολουθούσα την καλλιτεχνική του πρόοδο, τόσο ως ηθοποιού όσο και ως σκηνοθέτη. Το σενάριο που μου έστειλε ο Αντρέα ήταν συναρπαστικό: όσο περισσότερο το διάβαζα, τόσο περισσότερο ένιωθα να εμπλέκομαι συναισθηματικά. Ενθουσιάστηκα, ήμουν περίεργος για το πού θα πήγαινε. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αντρέα βλέπει τον κινηματογράφο μοιάζει πολύ με τον δικό μου: οι θεατές είναι η απόλυτη προτεραιότητά του και κάνει ταινίες είδους που είναι ταυτόχρονα υψηλής ποιότητας ψυχαγωγία.
Αυτό που μου αρέσει στην «Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε» είναι ότι δεν είναι ένα καθαρό νουάρ, αλλά και μια αστυνομική ιστορία, κάτι που εμείς δεν κάνουμε συχνά στην Ιταλία. Χάρηκα που είδα το είδος αυτό σε μια ιταλική ιστορία - είναι μια ταινία που θα επέλεγα και ως θεατής. Εκτίμησα τη φιλοδοξία του Αντρέα, η οποία φαινόταν και στο επίπεδο της παραγωγής: δεν ήταν απλώς μια ιταλική αντιγραφή μιας αμερικανικής ταινίας. Η πρόκληση ήταν να δούμε αν ένα είδος που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε με πρόσωπα και στολές από άλλες χώρες, θα ήταν πιστευτό αν προσαρμοζόταν στη δική μας κουλτούρα και πραγματικότητα. Και πιστεύω ότι κερδίσαμε αυτό το στοίχημα.
Τι βρήκατε πιο ενδιαφέρον σε αυτό το έργο και στον χαρακτήρα σας;
Μου αρέσει που ο Φράνκο Αμόρε είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας από αυτούς τους αστυνομικούς που μπορείς να συναντήσεις σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα, όταν χρειαστεί να ανανεώσεις το διαβατήριό σου. Δεν είναι υπερ-ήρωας, δεν είναι επιθετικός ή φανατικός. Είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος που βρίσκεται σε μια μη φυσιολογική κατάσταση, ένας τίμιος άνθρωπος που προσπάθησε όλη του τη ζωή να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τον τρόπο ζωής του και τον τρόπο που κάνει τη δουλειά του. Είναι ένας νομοταγής πολίτης και τον κοροϊδεύουν ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο.
Όταν τον πείθουν να παραβιάσει τους κανόνες, προδίδει τον εαυτό του και αισθάνεται υποχρεωμένος να βγει από τη χιονοστιβάδα στην οποία έχει βυθιστεί - όμως, δεν έχει τα εργαλεία για να το κάνει, επειδή δεν έχει συνηθίσει να κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όλοι μας, κατά καιρούς, μπορούμε να νιώσουμε και περήφανοι για τις επιλογές μας και απογοητευμένοι από την άποψη των άλλων για εμάς. Στην Ιταλία, η πονηριά πολύ συχνά συγχέεται με την εξυπνάδα και εκλαμβάνεται ως προσόν, όμως ο Φράνκο πάντα πλήρωνε τα χρέη του. Μπορεί να λέει ψέματα στον εαυτό του μερικές φορές, αλλά ο μοναδικός του στόχος είναι να παραμείνει πιστός στην αυτο-εικόνα του.
Ποια ήταν η προσέγγισή σας σε αυτή την ταινία;
Ο Αντρέα Ντι Στέφανο είναι σχολαστικός και αποφασιστικός όχι μόνο στην τεχνική του, αλλά και στον τρόπο που ερευνά και προετοιμάζεται για την ταινία. Πριν από τα γυρίσματα, συγκέντρωσε πολλές πληροφορίες μέσω συνεντεύξεων με ανθρώπους που εργάζονται στην αστυνομία ή γύρω από αυτήν. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσεις αυτόν τον κόσμο από έξω: πρέπει να έρθεις σε επαφή μαζί του και να καταλάβεις πώς οι αστυνομικοί ζουν την πραγματικότητά τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο μυθοπλασίας, φτάσαμε στο πλατό πλήρως προετοιμασμένοι.
Όταν κάνω γυρίσματα, δεν προτείνω ποτέ πώς πρέπει να προσεγγίσει ένας σκηνοθέτης μια σκηνή, αλλά προσπαθώ να κάνω την άποψή μου να διαφανεί από τον τρόπο που διαβάζω τις ατάκες μου - ξέρετε, σχετικά με τα κίνητρα του χαρακτήρα μου ή τις βασικές στιγμές της ιστορίας. Με τον Αντρέα, ανοίξαμε αμέσως έναν εποικοδομητικό διάλογο.
Πίστεψα σε αυτή την ταινία από την αρχή. Άλλωστε, προσπαθώ πάντα να ταυτίζομαι με το κοινό, και επειδή μου αρέσει να βλέπω κάτι διαφορετικό, προσπαθώ να προσφέρω την ίδια δυνατότητα στους θεατές μου. Στην Ιταλία, εμείς συχνά συμπεριφερόμαστε όπως σε ένα τουρνουά ποδοσφαίρου, προσπαθώντας να παραμείνουμε σε μια «ασφαλή ζώνη», αλλά γιατί θα πρέπει το κοινό να δει τον κινηματογράφο μας ως αξιόλογο, αν εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύουμε σε αυτόν; Είναι στο χέρι μας να είμαστε ανταγωνιστικοί στη διεθνή σκηνή, αλλά πρέπει να το κάνουμε σωστά.
Έχετε συνεργαστεί εσείς οι δύο στην οικοδόμηση του ρόλου σας;
Πράγματι. Ο Αντρέα και εγώ δείχναμε αμοιβαία εμπιστοσύνη, ακούγαμε ο ένας τον άλλον. Ανταλλάξαμε απόψεις πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και μελετήσαμε πολύ μαζί το σενάριο. Από τη στιγμή που μπαίνεις στα γυρίσματα, δεν υπάρχει πολύς χρόνος για πρόβες, οπότε το κάναμε αυτό τις εβδομάδες πριν από τα γυρίσματα. Φυσικά, μπορεί να έρθουν μερικές στιγμές έντασης, αλλά πίστευα στην ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί ο Αντρέα, ένιωθα σαν ο πρώτος του «ιππότης». Όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχεις την ευθύνη να βοηθήσεις τον σκηνοθέτη σου, ακόμα περισσότερο δε όταν τον έχεις σε τόση εκτίμηση.
Μπορείτε να θυμηθείτε κάποιες ιδιαίτερα απαιτητικές στιγμές;
Η καρδιά της ταινίας είναι η σκηνή των πυροβολισμών στην εθνική οδό. Είχαμε μια περιοχή ακτίνας άνω του ενός χιλιομέτρου, η οποία απαιτούσε την κατάλληλη οργάνωση του οπτικού πεδίου. Μην ξεχνάτε ότι γυρίζαμε με φιλμ 35mm, οπότε δεν ήταν εύκολο να πετύχουμε τον συγχρονισμό μεταξύ του «Πάμε!» και του «Σταμάτα!», ενώ τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα γύρω μας. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να επιστρέψω σε δυναμικές που είχα να δω χρόνια και μόνο σε αμερικανικά σκηνικά. Όλα αυτά απαιτούσαν ακραία συγκέντρωση, καθώς πρέπει επίσης να επικοινωνήσω επαρκώς την ψυχολογική στιγμή που περνάει ο χαρακτήρας κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης σκηνής, αλλά, όπως είπα, η συμμετοχή μου και ο ενθουσιασμός μου για την ταινία αυτή ήταν πάντα απόλυτοι, οπότε ένιωθα επίσης ενθουσιασμένος παρά τις δυσκολίες.
Ποια θα λέγατε ότι είναι τα καλύτερα χαρακτηριστικά του Αντρέα Ντι Στέφανο;
Ο Αντρέα είναι εξαιρετικός στο να αφηγείται ιστορίες που μπορούν να προσελκύσουν το κοινό. Περιστασιακά, θα κάνει ένα δεξιοτεχνικό πλάνο, αλλά μου αρέσει ότι ποτέ είναι αυτοσκοπός αυτό, καθώς ό,τι κάνει το κάνει πάντα με γνώμονα τους θεατές. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα σπάνιο προσόν. Έχει εξαιρετική αίσθηση της ιστορίας, ξέρει τι θα αρέσει, μπορεί να «γράψει» με τις εικόνες και ποτέ δεν παίρνει μια λήψη για εντυπωσιασμό - πάντα πρέπει να έχει κάτι να προσθέσει στη στιγμή. Συνεχίζω να επιστρέφω στην επιλογή του να γυρίσει σε φιλμ, αντί ψηφιακό, γιατί πιστεύω ότι έδωσε μια εντελώς διαφορετική αίσθηση στην ταινία. Ήταν σαν να έκανα ένα ταξίδι μέσα στον Φράνκο: αυτά τα χρώματα, αυτό το φως, αυτή η ένταση… όλα πάντα με στόχο την απεικόνιση μιας συναισθηματικής κατάστασης.
Πώς πιστεύετε ότι η διεθνής εμπειρία του επηρέασε την ικανότητα του Ντι Στέφανο να κυριαρχεί στο πλατό;
Μια διεθνής εμπειρία σίγουρα μπορεί να διευρύνει τα τεχνικά προσόντα, αλλά έχω δουλέψει με σπουδαίους σκηνοθέτες που δεν έφυγαν ποτέ από την Ιταλία. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να καταρρίψουμε τέτοια κλισέ. Κοιτάζοντας γύρω μας, σημαντικές ταινίες έρχονται από κάθε γωνιά του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, και όχι μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε την τάση να τοποθετούμε τους εαυτούς μας σε μια υποδεέστερη θέση, γεγονός που έπειτα αναπόφευκτα αυτό-εκπληρώνεται ως προφητεία. Δεν υπάρχει μόνο ένας κινηματογράφος, δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ψυχαγωγία. Αντιθέτως, ο μη αμερικανικός κινηματογράφος μπορεί να γίνει ιδιαίτερα διασκεδαστικός, παρά την έλλειψη οικονομικών ή τεχνικών πόρων για ειδικά εφέ. Αυτό το είδος της ευμάρειας δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε ποιότητα: αφού άλλωστε, αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ιστορία.
Πείτε μας δυο λόγια για το καστ.
Δεν είχα δουλέψει ποτέ με τη Λίντα Καρίντι, η οποία είναι ένας τόσο όμορφος άνθρωπος, μια μοναδική ηθοποιός. Αμέσως δημιουργήσαμε μια σχέση εμπιστοσύνης και πιστεύω ότι μοιραστήκαμε κάτι σημαντικό: μια ευθύνη να επικοινωνήσουμε την τόσο βαθιά αγάπη των χαρακτήρων μας. Η σχέση μεταξύ του Φράνκο και της Βιβιάνα είναι η καρδιά αυτής της ταινίας. Από την αρχή, μπορείς να νιώσεις το πάθος στους συνεχείς καυγάδες τους, να αντιληφθείς την αγνότητα της αγάπης τους. Διασκέδασα τόσο τη συνεργασία μαζί της, ζήσαμε πολλές συναισθηματικές στιγμές μαζί.
Γνώρισα τον Αντόνιο Τζεράρντι σε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα γυρίσματα της ταινίας «Padrenostro», μιας ταινίας στην οποία ήμουν συμπαραγωγός. Είναι ένας τέλειος Κόσιμο, με φυσικό χάρισμα και μια ενδιαφέρουσα σκοτεινή πλευρά.
Συνεργάστηκα με τον Φραντσέσκο Ντι Λέβα στο «Nostalgia» του Μάριο Μαρτόνε και στο «Adagio» του Στέφανο Σολίμα. Είναι πλέον κάτι σαν μικρός μου αδελφός, στη δουλειά και τη ζωή, και αγαπιόμαστε πολύ. Πήρα το θάρρος να προτείνω το όνομά του για τον χαρακτήρα του Ντίνο, επειδή ήξερα ότι ο Αντρέα έψαχνε για κάποιον με βαθιά ανθρωπιά, ένα πρόσωπο που θα έμενε στο μυαλό σου και μετά την ταινία. Ο Φραντσέσκο έχει υποδυθεί ‘σκληρούς’ ρόλους, αλλά όταν χαμογελάει, μπορεί να φωτίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο. Όλα όσα περνάει ο Φράνκο Αμόρε κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας πηγάζουν από την ανάγκη να προστατεύσει τη βαθιά φιλία του με τον Ντίνο και η αδελφική σχέση που έχουμε με τον Φραντσέσκο στην πραγματική ζωή, έχει ενσωματωθεί στην ιστορία. Οι χαρακτήρες μας ακολούθησαν την ίδια πορεία, βίωσαν την ίδια οικειότητα και μοιράστηκαν την ίδια συνενοχή. Ακριβώς όπως κάνουμε κι εμείς.
Ποιες είναι οι καλύτερες αναμνήσεις σας από τα γυρίσματα;
Το Μιλάνο είναι μια σπουδαία πόλη, μια παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας και του ντιζάιν, ένας κόμβος της οικονομίας και όλα όσα συνοδεύουν αυτό. Είναι η ενσάρκωση της αριστείας και η τέλεια τοποθεσία για την ιστορία μας. Η ταινία εκτυλίσσεται τη νύχτα και δείχνει τους ασυνήθιστους μαιάνδρους της πόλης, καθώς και τα πιο γνωστά αξιοθέατά της, την αρχιτεκτονική, τον χαρακτήρα και τη δύναμή της. Μια πραγματικότητα που είναι ταυτόχρονα αστική και μεγαλειώδης, καθώς η πόλη ήταν ένας χαρακτήρας που παρατηρεί σιωπηλά την ιστορία που αφηγούμαστε. Οι γνήσιοι Μιλανέζοι θα αναγνωρίσουν κάτι που τους ανήκει βαθιά, μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δεν μεταφράζεται εύκολα σε εικόνες. Ο Αντρέα Ντι Στέφανο κατάφερε περίφημα να το συλλάβει αυτό με τις εικόνες του. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος έξω από το κάδρο και μπορείτε να τον αντιληφθείτε. Είναι ένας απαιτητικός κόσμος που σου δείχνει τον πλούτο και σε παρασύρει να τον λαχταράς. Είναι η ιστορία ενός άνδρα από τον νότο που μετακομίζει σε μια δελεαστική πόλη που μπορεί εύκολα να σε σπρώξει στα άκρα.
Αλλά το Μιλάνο είναι επίσης μια πόλη που κινείται διαρκώς προς τα εμπρός: δυναμική, πρόθυμη και παραγωγική, εκεί όπου η επιτυχία αποτελεί βασικό μέρος του παιχνιδιού. Ένας τέτοιος πειρασμός να αλλάξουμε τη ζωή μας και τη ζωή των ανθρώπων που αγαπάμε είναι κάτι το πανανθρώπινο, αλλά το Μιλάνο απλά τον κάνει πιο έντονο - πιστεύω ότι αυτό το συγκεκριμένο σκηνικό υπήρξε καθοριστικό για όλα όσα συμβαίνουν στην «Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε».
A Made in Italy project with the support of the Ministry for Culture MiC, in collaboration with Istituto Luce Cinecittà
Director: Αντρέα Ντι Στέφανο
Writers: Αντρέα Ντι Στέφανο
Actors: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Λίντα Καρίντι, Αντόνιο Τζεράρντι, Φραντσέσκο Ντι Λέβα