Plot
Ο σκηνοθέτης των επιτυχιών, Ροντρίγκο Σορογκόγιεν («Ο Έκπτωτος», «Κανείς δε Μπορεί να μας Σώσει»), επιστρέφει με μια ακόμη καθηλωτική ταινία γεμάτη σασπένς για τον εχθρό που έχουμε δίπλα μας - αλλά και μέσα μας.
Παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών (παράλληλο πρόγραμμα CANNES PREMIERE), 9 βραβεία Goya (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, Καλύτερου Α’ Αντρικού Ρόλου, Καλύτερου Β’ Αντρικού Ρόλου, Φωτογραφίας, Μοντάζ, Ήχου, Πρωτότυπης Μουσικής Επένδυσης), βραβείο Cezar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, βραβείο Κοινού Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και τρία βραβεία στο Φεστιβάλ του Τόκιο, συμπεριλαμβανομένου και του βραβείου Καλύτερης Ταινίας.
Ο Αντουάν και η Όλγκα είναι ένα ζευγάρι από τη Γαλλία που μετακομίζει σε ένα μικρό χωριό στην ισπανική Γαλικία, όπου αγοράζουν μια αγροικία και ένα μικρό κομμάτι γης. Το ευγενικό, φιλήσυχο ζευγάρι έχει τις καλύτερες προθέσεις: επιθυμούν να ζήσουν ήρεμα κοντά στη φύση, καλλιεργώντας λαχανικά και ανακαινίζοντας παλιά σπίτια. Για να έρθουν κοντά με τους ντόπιους, μάλιστα, αποφασίζουν να μάθουν γαλικιανά, τη ντόπια γλώσσα την οποία μιλάει η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού.
Όμως, τα ειδυλλιακά αυτά σχέδια δε θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Όταν το ζευγάρι αρνηθεί να συναινέσει στη δημιουργία αιολικής φάρμας στην περιοχή, η οποία θα έφερνε χρήματα στους κατοίκους, οι ντόπιοι, με επικεφαλής δύο αδέρφια, θα πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Αρχικά, θα δείχνουν στο ζευγάρι ότι δεν είναι καλοδεχούμενοι, αλλά σιγά-σιγά οι απειλές θα ενταθούν με επικίνδυνες συνέπειες…
Υποψήφιος για Όσκαρ για τη μικρού μήκους του «Madre» και κάτοχος πολλών βραβείων Γκόγια για τις προηγούμενες ταινίες του, ο Ροντρίγκο Σορογκόγιεν θεωρείται -και δικαίως- ένας από τους πολλά υποσχόμενους δημιουργούς του ισπανικού σινεμά και τηλεόρασης.
Με τον «Εχθρό Δίπλα Μου», ο Σορογκόγιεν έκανε το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ Καννών, μία σημαντική ψήφος εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του με αφορμή αυτό το εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, το οποίο επιβεβαιώνει τη μαεστρία του στο στήσιμο στιβαρών αφηγήσεων με δυνατούς χαρακτήρες και έντονο σασπένς.
Διεθνές ή τοπικό, δημόσιο ή προσωπικό, ανδρικό ή γυναικείο, ζωώδες ή πολιτισμένο, βία ή ειρήνη: ο Σορογκόγιεν χτίζει ιδανικά μια ιστορία πάνω σε αυτούς τους αντιθετικούς άξονες για να μιλήσει για την ηθική, τη δικαιοσύνη την απόλυτη ανάγκη για την επικοινωνία αν θέλουμε να συνυπάρχουμε αρμονικά ο ένας με τον άλλον και, τελικά, την ίδια την αγάπη.
Ο σκηνοθέτης Ροντρίγκο Σορογκόγιεν μιλά για την ταινία
Όταν μάθαμε την είδηση για τη σύγκρουση σε ένα χωριό ανάμεσα στους ντόπιους και ένα ξενόφερτο ζευγάρι, γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχαν στοιχεία στα γεγονότα αυτά, με τα οποία θα μπορούσαμε να χτίσουμε μια δυνατή ιστορία. Μελετήσαμε τα γεγονότα και αυτό μας έδωσε την ελευθερία στη συνέχεια να απομακρυνθούμε από αυτά, και να φτιάξουμε τη δική μας ιστορία μιας και γνωρίζαμε τους ανθρώπους, τα κίνητρά τους, τα όνειρά τους.
Ξεκινήσαμε από το μηδέν: αλλάξαμε ονόματα, ηλικίες, εθνικότητες. Κρατήσαμε μόνο τα δομικά συστατικά: ένα ζευγάρι που επιλέγει να ζήσει κοντά στη φύση. Ένα χωριό που σιγά-σιγά εγκαταλείπεται (όπως τόσα στην Ισπανία, μια τραγωδία των καιρών μας). Ντόπιοι που είναι καχύποπτοι προς τους ξένους. Η πατρίδα γη ως σύγκρουση. Και οι δυο βασικοί άξονες της ιστορίας: βία και φόβος. Η βία του περιβάλλοντος, η βία των αδελφών προς το ζευγάρι, η βία ενός χωριού που θέλει να αποδιώξει το ξένο, αυτό που δεν ανήκει οργανικά στο χωριό. Και ο φόβος του ζευγαριού για το μέλλον του, ο φόβος τους όταν γυρνούν σπίτι, ο φόβος της γυναίκας κάθε φορά που ο άντρας της αργεί να γυρίσει.
Σιγά-σιγά πήραμε την απόφαση να επικεντρωθούμε σε εκείνη τη γυναίκα, την Όλγκα. Η δική της ιστορία άξιζε την προσοχή μας. Η ιστορία μιας γυναίκας, η οποία ακολουθεί τον άνδρα της σε μια περιπέτεια, η οποία μοιάζει να ζει στη σκιά του, η οποία προσπαθεί να μεσολαβήσει στη διαμάχη… και η οποία καταλήγει να υφίσταται τα χειρότερα. Καταλήξαμε στην ιδέα της «διττής» ταινίας, μοιράζοντας την ιστορία σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος από την οπτική γωνία του Αντουάν και το δεύτερο από εκείνη της Όλγκα. Η γυναίκα που αρχικά μοιάζει με δευτερεύοντα χαρακτήρα, μετατρέπεται σε πρωταγωνίστρια. Το πρώτο μέρος ανδρικό, το δεύτερο γυναικείο. Το πρώτο μέρος έχει όπλα, το δεύτερο όχι. Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια σωματική σύγκρουση, το δεύτερο με μια συναισθηματική.
Η ιστορία θίγει, επίσης, τη διαμάχη που εμπεριέχεται στη συνύπαρξη ανάμεσα στο ντόπιο και το ξενόφερτο. Την πολιτιστική σύγκρουση, αλλά και τον πλούτο που μπορεί να κρύβει η ενσωμάτωση. Θέλαμε, όμως, και να υπογραμμίσουμε την αδικία στην ανισότητα των ευκαιριών.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου και της έρευνας που κάναμε στη γύρω περιοχή, μάθαμε για ένα ετήσιο έθιμο με το όνομα «a rapa das bestas». Κάθε χρόνο, σε διάφορα τριγύρω χωριά ντόπιοι κόβουν τη χαίτη άγριων αλόγων για να απομακρύνουν τα παράσιτα και τα απελευθερώνουν έπειτα πίσω στα βουνά. Η εικόνα των «aloitadores» που πηδούν πάνω στα άλογα, παλεύουν μαζί τους και τα παραλύουν πριν κόψουν τις χαίτες τους, μοιάζει σαν ένας όμορφος, αλλά και βίαιος χορός. Ένας χορός κατά τον οποίο άνδρας και κτήνος παλεύουν μέχρι να κερδίσει ένας από τους δύο. Το χάος δίνει τη θέση του στην τάξη κι έπειτα ξεκινούν πάλι, με άλλο άλογο. Είναι μια παράδοση με σημαντική δύναμη οπτικά - κι έτσι αποφασίσαμε να τη συμπεριλάβουμε και στη δική μας ιστορία σαν εικόνα και αλληγορία. Ποιος είναι το κτήνος και ποιος ο «aloitador» στη δική μας περίπτωση;
Ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο στο τέλος του 2015 με την πρόθεση να είναι η τρίτη μας ταινία. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά όταν κάνει κανείς ταινίες, ο προγραμματισμός άλλαξε και πήραν προτεραιότητα άλλα πρότζεκτ. Όταν, έξι χρόνια μετά, είχαμε την ευκαιρία να πάμε σε γυρίσματα, κατάλαβα ότι ο επιπλέον χρόνος που μας δόθηκε ήταν τελικά ευλογία, αφού μπορέσαμε να δουλέψουμε το σενάριο σε λεπτομέρεια, να το πλουτίσουμε, να το εμβαθύνουμε.
Όταν έχω την ιστορία που θέλω να πω, πάντα θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα πώς θέλω να πω αυτήν την ιστορία. Είναι μια διαδικασία που με συναρπάζει και πάντα μου παίρνει χρόνο. Πλέον έχω μόνο τρεις βεβαιότητες σχετικά με αυτή τη διαδικασία: να γνωρίζω τι πλαίσιο θέλω να ακολουθήσω, να προσφέρω κάτι ελκυστικό στον θεατή και να μην επαναλαμβάνομαι. Στην προκειμένη περίπτωση, ήξερα εξαρχής ότι ήθελα να συνδέσω την ιστορία με τη θεματική της δικαιοσύνης, ή μάλλον της έλλειψης δικαιοσύνης. Όμως, η έννοια αυτή είναι σχετική: όταν δημιουργώ τους χαρακτήρες, προσπαθώ να τους καταλάβω όλους χωρίς εξαίρεση. Δεν προσπαθώ να τους δικαιολογήσω ακριβώς - αλλά πρέπει να καταλάβω τη δυσφορία τους, τους φόβους τους, τις επιθυμίες τους.
Το είδος του γουέστερν ήρθε γρήγορα στο μυαλό μου όσο σχεδίαζα το πρότζεκτ. Στα γουέστερν, όπως και στη δική μας ταινία, η φύση και τα τοπία δρουν ως ένα μεγαλοπρεπές σκηνικό, ένα εχθρικό στοιχείο, μία απεικόνιση της βαρβαρότητας σε αντίθεση με τον πολιτισμό. Στα αμερικανικά γουέστερν είχαν τις ερήμους και λιβάδια, εδώ έχουμε τα φυλλώδη δάση της Γαλικίας, την αγριότητα του χειμώνα. Και επέλεξα τους φακούς μου με τέτοιο τρόπο ώστε η κάμερα να συλλάβει την ομορφιά των δασών, αλλά να τα απεικονίσει σε στιγμές και σαν ασφυκτικούς λαβυρίνθους, σαν μια προβολή της αδιέξοδης κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι ήρωες.
Director: Ροντρίγκο Σορογκόγιεν
Writers: Ιζαμπέλ Πένια, Ροντρίγκο Σορογκόγιεν
Actors: Ντένι Μενοσέτ, Μαρίνα Φόις, Λουίς Ζαχέρα, Ντιέγο Ανίδο, Μαρί Κολόμπ